Μαρτυρίες γύρω από τη ζωή, την ιστορία, τα ήθη και έθιμα, του θρύλους και τις παραδόσεις του χωριού της Οξυάς

 

 ΣΗΜΕΙΩΣΗ : Το κείμενο κυκλοφόρησε και σε έντυπο από το Σύλλογό μας. Διευκρινίζεται ότι όσα από τα παρακάτω στοιχεία αναφέρονται στην ιστορία του χωριού μας, δεν έχουν διασταυρωθεί με επίσημες ιστορικές πηγές και βασίζονται σε απλές μαρτυρίες μεγάλων σε ηλικία συγχωριανών μας, τις οποίες καταγράψαμε και ηχογραφήσαμε. Οι μαρτυρίες αυτές, όπως και όσες αφορούν τα υπόλοιπα στοιχεία γύρω από τα ήθη και έθιμα του χωριού μας, παρατίθενται όπως ακριβώς τις διηγήθηκαν οι αφηγητές τους και οι μόνες παρεμβάσεις που έγιναν είναι αυτές που επέβαλαν οι γραμματικές και συντακτικές ανάγκες για ένα κατανοητό κείμενο.

 

Το υλικό συγκέντρωσε και επιμελήθηκε ο πρόεδρος του Συλλόγου Γιώργος Δ. Καραβίδας.

Επί τουρκοκρατίας, στη σημερινή έκταση του χωριού υπήρχαν κτισμένα δυοχωριά. Το «Αϊλίτσι» που καταλάμβανε την έκταση περίπου των σημερινών οικισμών «Παλιοχώρι» (εκεί που σήμερα είναι η εκκλησία του Αη-Λιά) και «Πλατάνια» και το «Σιαμ Κολ», που καταλάμβανε περίπου την έκταση που κατέχει το σημερινό κέντρο του χωριού. Στο Παλαιοχώρι, εκεί που σήμερα είναι το σπίτι του Χρήστου Γκαραβέλα,  υπάρχει μια βρύση, όπου τότε φέρνανε νερό με παλαιά κούγκια. Μέχρι πριν λίγα χρόνια βρίσκανε επίσης στο μέρος εκείνο πολλά παλιά κεραμίδια και πέτρες τεχνικές από παλιά κτίρια που τις χρησιμοποιήσανε μάλιστα για να φτιάξουν το σχολείο στο Παλιοχώρι. Ήταν μεγάλο χωριό το Αϊλίτσι αλλά «χάλασε» από  αρρώστια, για την οποία δεν είναι γνωστά περισσότερα στοιχεία και εξαιτίας της οποίας οι κάτοικοί του έφυγαν και έφτασαν μέχρι την Μακεδονία και τις Σέρρες.

Από τα «δύο» αυτά χωριά που υπήρχαν τότε, το Αηλίτσι ήταν πολύ πλούσιο. Οι κάτοικοί του ασχολούνταν με το εμπόριο και λέγεται ότι οι πραμάτειες τους έφταναν μέχρι και την Κωνσταντινούπολη. Κανείς δε γνωρίζει με σιγουριά πώς τα δυο αυτά χωριά ενώθηκαν σε ένα. Οι τότε κάτοικοι του χωριού μας έφτασαν μέχρι και τις Σέρρες. Κάτοικοι της πόλης αυτής δηλώνουν σήμερα ότι κατάγονται από το χωριό μας.

Ιστορικά μέρη του χωριού είναι και η τοποθεσία «Κόκκινο Στεφάνι», όπου παλιά κατοικούσαν Οξυώτες οι οποίοι σιγά – σιγά μετακόμισαν προς το σημερινό κέντρο του χωριού αλλά και η ακατοίκητη τα τελευταία  χρόνια τοποθεσία «Παναϊά», πριν από τον οικισμό «Διαλώνια». Και στις δυο αυτές τοποθεσίες μπορούσε κανείς να διακρίνει άνετα μέχρι και πρόσφατα τα ερείπια παλιών κτισμάτων. Γνωστή, επίσης, είναι και η «σπηλιά του Κούτρα», κλέφτης που, κατά την παράδοση, φονεύθηκε από μακριά στο σημείο εκείνο.

Από τους πρώτους κατοίκους του χωριού ήταν το όνομα «Πάνος». Άλλο παλαιό όνομα του χωριού μας είναι το «Μαυρομάτης». Ο Κούτσικος Κώνστας είναι ο πρώτος επίσημα καταγεγραμμένος στα Μητρώα Αρρένων του χωριού μας με έτος γέννησης 1828.

Το χωριό παλιά είχε πολύ αναπτυγμένη την κτηνοτροφία. Όλοι σχεδόν οι κάτοικοι ζούσαν απ’ αυτήν. Απ’ την απέναντι μεριά του ποταμού, προς την Αγία Τριάδα, το μέρος παλιά ήταν ακατοίκητο. Υπήρχε μόνο το μοναστήρι της Αγίας Τριάδος με τους μοναχούς που ζούσαν σ’ αυτό. Το μοναστήρι είχε επίσης στην ιδιοκτησία του πολλά κοπάδια από ζώα. Λένε μάλιστα ότι υπήρχε πήλινος αγωγός μέσω του οποίου μεταφέρονταν το γάλα από τη θέση Ντραχήλου στο μοναστήρι της Αγίας Τριάδος. Σιγά – σιγά κάτοικοι από το σημερινό κέντρο του χωριού μετακόμισαν στο απέναντι προς την Αγία Τριάδα μέρος αναζητώντας αρχικά βοσκοτόπια για να βόσκουν τα κοπάδια τους. Στη συνέχεια όμως έχτισαν και σπίτια εκεί, δημιούργησαν οικογένειες και έτσι το χωριό εξαπλώθηκε και προς το μέρος αυτό. Οι κάτοικοι αυτοί, που με την πάροδο του χρόνου αυξήθηκαν αρκετά, ονομάστηκαν «περατιανοί». Αργότερα, στα χρόνια του Μητροπολίτη Ιεζεκιήλ, απαίτησαν και πέτυχαν τη δημιουργία ξεχωριστής ενορίας, αυτής της Αγίας Τριάδος, που υπάρχει ακόμα και σήμερα.

Οι κάτοικοι του χωριού μετακινούσαν τα κοπάδια τους, πήγαιναν στην εκκλησία και στο σχολείο και γενικότερα επικοινωνούσαν μεταξύ τους μέσα από δύσβατα μονοπάτια και δρόμους, που σήμερα βέβαια δεν υπάρχουν (μύλος του Γεροπλάτανου, πετρόχτιστο γεφύρι στην Κορψιά, Παπαλαμπάτιες και βρύση Μελίσσι). Για την κατασκευή και συντήρηση αυτών των δρόμων εργάζονταν κάτοικοι του χωριού με μεροκάματο, που αμέσως μετά τον πόλεμο ανέρχονταν σε είκοσι περίπου δραχμές. Πολλές φορές όμως η εργασία αυτή ήταν υποχρεωτική, χωρίς δηλαδή αμοιβή. Συγκεκριμένα, από την κοινότητα του χωριού ανακοινώνονταν τα «μεροκάματα», που η κάθε οικογένεια ανάλογα με τα μέλη της όφειλε να προσφέρει «προσωπική εργασία» για την κατασκευή κάποιου έργου. Η εργασία αυτή ήταν υποχρεωτική κι αν δεν προσφέρονταν, έπρεπε τα αντίστοιχα μεροκάματα να εξαγοραστούν στην Κοινότητα.

Πολλοί κάτοικοι του χωριού ζούσαν από το «αγώγι» των Αργιθεατών. Φιλοξενούσαν στο σπίτι τους τα βράδια τους Αργιθεάτες που ταξίδευαν για τα χωριά τους και την άλλη μέρα φορτώνονταν τα πράγματά τους (δέκα δραχμές για κάθε φορτίο τριάντα οκάδων) και οδηγούσαν και τους ίδιους, συνήθως μέσα από πολλά χιόνα, στα χωριά τους. Στο δρόμο οι γυναίκες, παρότι φορτωμένες, πλέκανε και στο γυρισμό δεν γυρίζανε ποτέ άδειες αλλά πάλι φορτωμένες έλατα για να φάνε τα ζώα. Οι Αργιθεάτες κατέληγαν για φιλοξενία στο χωριό μας αφού κανένα από τα άλλα χωριά από τα οποία περνούσαν (π.χ. Δρακότρυπα) δεν τους δέχονταν. Το χωριό μας και τους δέχονταν και τους βοηθούσε. Γι’ αυτό και το παράπονο όλων  των μεγαλύτερων κατοίκων του χωριού ήταν και είναι πως ενώ βοήθησαν τα μέγιστα στη συντήρηση των κατοίκων της Αργιθέας και στην ανάπτυξη των χωριών της περιοχής αυτής, όταν ήρθε η ώρα (π.χ. όταν γίνονταν οι δρόμοι προς την Αργιθέα) το χωριό μας εγκαταλείφθηκε απ’ όλους (και των Αργιθεατών συμπεριλαμβανομένων) και ενώ θα μπορούσε να ενταχθεί στα διάφορα σχέδια για την ανάπτυξη της περιοχής (π.χ. οι δρόμοι προς την Αργιθέα να περνούν μέσα από το χωριό μας), το χωριό μας αφέθηκε στην απομόνωση, που την πληρώνει ακόμα και σήμερα και μάλιστα ακριβά.

Πηγή εσόδων για το χωριό ήταν και η ξυλεία την οποία εμπορεύονταν οι κάτοικοι.  Πήγαιναν στην Οξυά με τα μουλάρια, τα φόρτωναν ξύλα και μετά τα πήγαιναν στο Μουζάκι, τα πουλάγανε και παίρνανε καλαμπόκι, λάδι, πετρέλαιο για τη λάμπα και για το καντηλάκι. Και όλα αυτά κρυφά γιατί τους κυνηγούσαν οι δασοφύλακες, από τους οποίους έπρεπε να φυλάγονται και γι’  αυτό δεν πρόδιδε  ο ένας τον άλλον. Σήμερα κάποιοι επωφελούνται ακόμα και από το εμπόριο της πέτρας που υπάρχει στο χωριό μας, σενάριο που κάποτε φάνταζε απίθανο. Δυστυχώς όμως η εκμετάλλευση δεν γίνεται οργανωμένα με αποτέλεσμα να υπάρχουν μόνο προσωπικά οφέλη και κέρδη χωρίς κανένα όφελος για το χωριό γενικότερα.

Πολλές δια ορές υπήρχαφν παλαιότερα με τους Βλασιώτες κυρίως για τους βοσκότοπους της Καράβας. Οι κάτοικοι των δυο χωριών έφταναν μάλιστα στο σημείο να δέρνονται μεταξύ τους μέχρις εσχάτων. Παρόμοιες διαφορές μικρότερης, όμως, έκτασης υπήρχαν και με τους Φλωρεσιώτες.

Στους παλαιούς κατοίκους άρεσε να πιάνουν τις άκρες του χωριού για να μπορούν να φτιάχνουν πράματα (ζώα) και να ζουν. Έτσι σκόρπισε το χωριό και δημιουργήθηκαν πολλές δυσκολίες. Οι κάτοικοι δεν είχαν ούτε νερό, το οποίο κουβαλούσαν από μακριά με τη βαρέλα. Η έλλειψη δρόμων, συγκοινωνίας και σύγχρονων για την κάθε εποχή μέσων ήταν από τα κυριότερα προβλήματα, πολλά από τα οποία εξακολουθούν να υπάρχουν ακόμα και σήμερα, ενώ οι κρατικές πιστώσεις για την εκτέλεση έργων ήταν ελάχιστες. Τα βδομαδιάτικα ψώνια  γίνονταν στο Μουζάκι με γαϊδούρια και μουλάρια. Το χωριό μας παλιά είχε πολλά παιδιά. Λειτουργούσαν τέσσερα (4) δημοτικά σχολεία, όλα διθέσια. Στο κέντρο του χωριού, στο Παλιοχώρι, στα Πλατάνια και στο Μοναστήρι.

Πολλές είναι οι ιστορίες που διηγούνται οι μεγαλύτεροι κάτοικοι του χωριού από την περίοδο του εμφυλίου, τις οποίες όμως κρίνουμε σκόπιμο να μη δημοσιεύσουμε κατά την παρούσα χρονική στιγμή. Συμπερασματικά, όμως, μπορούμε να πούμε ότι το χωριό μας και οι κάτοικοί του υπέφεραν πραγματικά κατά την περίοδο αυτή. Όλοι έζησαν την πείνα και τη φτώχεια στον ύψιστο βαθμό τους, ο φόβος κυριαρχούσε παντού και οι νεότεροι σε ηλικία έζησαν την περίοδο αυτή κυνηγημένοι στο Μουζάκι ή στο χωριό μέσα σε εγκαταλειμμένα μαντριά και σπηλιές. Το χωριό μας υπέφερε επίσης και από τις ζωοκλοπές. Ορισμένοι, μάλιστα, από τους κατοίκους του απασχόλησαν πολύ τις αρχές καθώς έκλεβαν αδίστακτα, ακόμα και από πολύ στενά συγγενικά τους πρόσωπα (αδέλφια, τέκνα, γονείς) γιατί αφενός αυτό επέβαλε η επιβίωσή τους αφετέρου, γιατί για ορισμένους ήταν ένα άσχημο «χούι». Σχετικό με το γεγονός αυτό είναι και το «αφοροχάρτι», με το οποίο ο παπάς, αν και δεν είχε σχετικό δικαίωμα, «αφόριζε» τους κλέφτες, μετά από αίτημα των κατοίκων που έπεφταν θύματα της κλεψιάς τους, ώστε αυτοί να φοβηθούν και να αναγκαστούν να ομολογήσουν την πράξη τους.

Γάμος

Στη συντριπτική τους πλειοψηφία τα ζευγάρια γνωρίζονταν με προξενειό, κατά το οποίο έβλεπαν ο ένας τον άλλο από μακριά, μέσα από παράθυρα, κ.λ.π. και μέχρι το γάμο δε μεσολαβούσε καν συνάντηση μεταξύ τους. Ο πατέρας της νύφης έδινε προίκα που μπορεί να ήταν από χρυσές λίρες μέχρι πρόβατα, γελάδια και χωράφια. Αρραβώνας γίνονταν σπάνια και απ’ όσους είχαν την απαραίτητη οικονομική άνεση.

Ο γάμος ξεκίναγε στα μισά της εβδομάδας και συγκεκριμένα από την Τετάρτη από το σπίτι του γαμπρού, που φτιάχνανε τα προζύμια και τις κουλούρες για να πάνε την Παρασκευή στη νύφη. Την κουλούρα αυτή έφτιαχναν κορίτσια που ζούσαν και οι δύο γονείς τους. Κουλούρα πήγαιναν και στο νονό για να τον καλέσουν στο γάμο. Επειδή μάλιστα δεν περίσσευε το σταρίσιο αλεύρι φτιάχνανε μία κουλούρα με αυτό το αλεύρι και τις υπόλοιπες με μπομπότα. Παρασκευή φορτώνανε και τα προικιά από το σπίτι της νύφης, βάζοντας επάνω τους άσπρα σεντόνια για να φαίνεται ότι είναι γάμος και μαντήλια άσπρα στα ζώα που τα κουβαλούσαν ενώ τραγουδούσαν και ειδικά τραγούδια, όπως  «τα προικιά τα ξακουσμένα, ποιος πιδεύκει να τα φκιάσει; Ο πατέρας μου πιδεύκει και η μανούλα μου τα φκιάχνει. Διπλώστε τα προικιά καλά, θα γείρουν ράχες και βουνά…». Οι απεσταλμένοι του γαμπρού για τα προικιά πριν φύγουν από το σπίτι της νύφης έτρωγαν, έπιναν και χόρευαν. Τα προικιά τα δίπλωνε η νύφη από την Πέμπτη το βράδυ. Για προικιά οι νύφες είχανε σεντόνια, κιλίμια, κεντήματα, βελέντζες, κουβέρτες, κ.λ.π , που τα υφαίνανε στον αργαλειό.

Το Σάββατο βράδυ γίνονταν γλέντι στο σπίτι της νύφης και την Κυριακή το βράδυ γλεντάγανε στο σπίτι του γαμπρού.  Υπήρχε μάλιστα και συναγωνισμός για το ποιο σόι θα κάνει το καλύτερο γλέντι. Για κάθε γάμο ορίζονταν «Διευθυντής» και τρία «μπρατίμια» που είχαν καθήκον να εξυπηρετήσουν όλο το γάμο. Από το σόι του γαμπρού έρχονταν αντιπρόσωποι στο γλέντι της νύφης και αντίστροφα. Αυτούς τους έλεγαν «μποκτσιάδες» και τύχαιναν ιδιαίτερης περιποίησης από τα μπρατίμια του γάμου. Τα στέφανα γίνονταν την Κυριακή πρωί και συνήθως γίνονταν στο σπίτι της νύφης με ειδική άδεια, από τη Μητρόπολη. Σιγά – σιγά όμως αυτό άλλαξε και επικράτησε να γίνονται στην εκκλησία. Όταν πήγαιναν να πάρουνε τη νύφη τραγουδούσαν τραγούδια όπως  «κινήσαν τα τσιαμόπουλα» ή «του Ρήγα ο γιος ξεκίνησε να πάει να στεφανώσει». Μετά τα στέφανα το γλέντι συνεχίζονταν στο σπίτι του γαμπρού.

Η νύφη «μαντήλωνε» τους νονούς. Αν κάθονταν το βράδυ στο γλέντι του γαμπρού τους μαντήλωνε τη Δευτέρα, όταν φεύγανε. Αν δεν κάθονταν τότε τους μαντήλωνε την ώρα που έφευγαν από το σπίτι του γαμπρού, μετά τα στέφανα. Το μαντήλωμα για το νονό ήταν συνήθως μαντανεία ή πουκάμισο, μαντήλι και κάλτσες και για το σύντεκνο, πουκάμισο κάλτσες και μαντηλάκι. Η νύφη μαντήλωνε έντεκα ή δεκατρία ή εννιά ή επτά άτομα. Πάντα μονός αριθμός.

Στο γλέντι του γάμου έδιναν, φυσικά, φαγητό στους καλεσμένους. Το φαγητό το φτιάχνανε σε καζάνια. Για κάθε γάμο ορίζονταν μάγειρας. Για το χωριό μας φημίζονταν ως καλοί μάγειρες οι Βασίλης Σέμπρος, Στέφος Κουτσικουρής, ο Λάμπρος Πάνος από τα Βαένια και ο Μήτσος Γκέκας από τη Μεσοράχη. Συνήθως μαγείρευαν κρέας με μακαρόνια, στιφάδο, κλπ. Για το γλέντι καλούσαν και όργανα. Από το χωριό μας είχαμε τα «Μπλετσάκια» αλλά έρχονταν ο Φλέγκας από το Βλάσι. Μέρος όμως του γλεντιού ήταν και ο χορός και το τραγούδι με το στόμα από τους ίδιους τους καλεσμένους.

Τα παλαιότερα χρόνια οι νύφες δε φορούσαν νυφικό αλλά φόρεμα, ζακέτα και τσίπα. Αργότερα επικράτησε το νυφικό, το οποίο συνήθως νοίκιαζαν και, σε σπάνιες περιπτώσεις, έραβαν δικό τους. Όσες πάντως παντρεύονταν με δικό τους νυφικό έπρεπε να το δανείσουν για να το φορέσουν άλλες δύο νύφες. Η πεθερά υποδέχονταν τη νύφη βάζοντας ένα σίδερο στην πόρτα. Την έζωνε με κληματσίδες (κλαδιά από κληματαριά) στη μέση και της έδινε να κρατά κάτω από τις μασχάλες της ψωμιά. Έτσι έμπαινε η νύφη στο νέο της σπίτι. Για να είναι αυτό πάντα γεμάτο ψωμί.  Ήταν επίσης έθιμο η μάνα της νύφης να κερνά γλυκό στο γαμπρό όταν πήγαινε να πάρει τη νύφη και η μητέρα του γαμπρού να κερνά γλυκό στο ζευγάρι όταν αυτό πήγαινε στο σπίτι του γαμπρού, μετά τα στέφανα.

Ο γάμος χάλαγε τη Δευτέρα. Το πρωί η νύφη κερνούσε τους καλεσμένους γλυκό και ο γαμπρός τσίπουρο (γι’ αυτά έπρεπε να φροντίσει η νύφη). Ο νονός  κερνούσε επίσης τσίπουρο, κρασί και ψητό κρέας. Κατόπιν ο γάμος τελείωνε με χορό του νονού και του νέου ζευγαριού καθώς και των «μποκτσιάδων» που είχαν ακολουθήσει τη νύφη. Το νέο ζευγάρι έπρεπε να καθίσει μέσα στο σπίτι μέχρι και την Τετάρτη το πρωί. Τότε η νύφη έβγαινε και πήγαινε για νερό στη βρύση. Την Τετάρτη μάζευε και έπλενε όλα τα ρούχα. Το πρώτο βράδυ, αν και δεν υπήρχαν μεγάλα σπίτια, άφηναν το νέο ζευγάρι μόνο του σ’ ένα δωμάτιο.

Τη Δευτέρα το βράδυ η νύφη έπρεπε να φτιάξει πίτα. Στις οκτώ μέρες από το γάμο ακολουθούσαν τα «γυρίσματα». Οι γονείς της νύφης μαζί με κάποιους από το σόι, πήγαιναν στο σπίτι του ζευγαριού για να δουν πώς περνά η νύφη και τι βρήκε. Μετά, στις δεκαπέντε μέρες από το γάμο, το νέο ζευγάρι επισκέπτονταν το πατρικό σπίτι της νύφης.

Δεν ήταν συνηθισμένο  φαινόμενο αλλά κάποιες φορές ο άντρας  «πήγαινε γαμπρός», άφηνε δηλαδή το πατρικό σπίτι και πήγαινε να ζήσει αυτός στο σπίτι της νύφης. Αυτό γίνονταν συνήθως όταν η νύφη είχε σημαντική περιουσία ή οι γονείς της δεν είχαν άλλα αγόρια ή οι γονείς του γαμπρού είχαν πολλά αγόρια, κ.λ.π..

Πανηγύρια

Τα πανηγύρια ήταν του Αϊ- Λιά  και του Αγίου Γεωργίου στο κέντρο του χωριού, της Αγίας Τριάδας και της Παναγίας (Ζωοδόχου Πηγής) στο Μοναστήρι. Τα πανηγύρια αυτά ήταν μεγάλα, σύμφωνα με τις μαρτυρίες μεγάλων σε ηλικία κατοίκων του χωριού και εκεί συγκεντρώνονταν όλο το χωριό είτε απ’ εδώ είτε απ’ εκεί. Αργότερα καθιερώθηκε και το Πανηγύρι στον Αϊ- Λια, στο Παλαιοχώρι, στις 8 Σεπτέμβρη (Γενέθλιον της Θεοτόκου). Την πρώτη φορά που έγινε αυτό το πανηγύρι το χορό ξεκίνησε ο Παπά- Θωμάς με το Μήτρο Πάττα.

Στα πανηγύρια, συνήθως, στρώνανε κάτω και καθόντουσαν κατά παρέες ή οικογένειες. Πολλές φορές η κάθε παρέα ή οικογένεια είχε και το δικό της συγκεκριμένο χώρο, τον οποίο δεν καταλάμβανε άλλος. Αν υπήρχαν μωρά ή πολύ μικρά παιδιά στρώνανε φτέρες και τα αφήνανε κάτω ή δένανε μια τριχιά σε δύο δέντρα και χρησιμοποιώντας μια μαντανεία φτιάχνανε κούνια ή αναποδογυρίζανε το σαμάρι από το μουλάρι που παίρνανε μαζί τους και βάζανε εκεί μέσα το μωρό.

Χόρευαν τσάμικα, κλειστά, συρτά και καλαματιανά. Δεν είχαν κάποιους άλλους ειδικούς χορούς. Μόνο το δικό μας τον κλειστό (της Οξυάς) που δεν τον χόρευαν αλλού. Πριν αρχίσει ο κανονικός χορός οι παρευρισκόμενοι συνήθιζαν να τραγουδούν όλοι μαζί το καθιστικό «σ’ αυτή την τάβλα που’ μαστε» το οποίο τελείωνε με τους στίχους «πολλά είπαμε τα κάθοντα ας πούμε και τα λόρθα». Και μετά απ’  αυτό σηκώνονταν για χορό.

Τα τραγούδια με το στόμα συνηθίζονταν πολύ στο χωριό μας. Οι κάτοικοι, σε κάθε ευκαιρία που τους δίνονταν για διασκέδαση, τραγουδούσαν τέτοια τραγούδια που τα χόρευαν κιόλας, ενώ για το τραγούδι χωρίζονταν σε ομάδες που συναγωνίζονταν μεταξύ τους και τραγουδούσαν και τους λεγόμενους «αμανέδες», στίχους δηλαδή διαφορετικούς απ’  αυτούς του τραγουδιού, διαφορετικού ρυθμού, που παρεμβάλλονταν και που τους έφτιαχναν είτε στη στιγμή είτε σε προγενέστερο χρόνο ειδικά όμως για τέτοιες περιπτώσεις. Κάποιοι, μάλιστα, ξεχώριζαν πολύ για την ικανότητά τους αυτή.

Γέννηση παιδιών

Μέχρι και λίγα χρόνια πριν οι γυναίκες του χωριού μας γεννούσαν τα παιδιά τους στα σπίτια. Χωρίς γιατρούς ή κάποια άλλη ιδιαίτερη βοήθεια. Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι μέχρι και την τελευταία στιγμή δούλευαν στα χωράφια ή στα ζώα, όπου τις περισσότερες φορές τις έβρισκαν και οι πόνοι της γέννας. Είναι αξιοσημείωτη και προκαλεί συγκίνηση η περιγραφή της γέννας με τη βοήθεια της τριχιάς. Δένανε, λέει, την τριχιά σε κάποιο μαδέρι στην οροφή του σπιτιού, που τότε δεν είχαν ταβάνια και απ’  αυτή δένονταν η ετοιμόγεννη και παρέμενε έτσι κρεμασμένη, γεγονός που τη διευκόλυνε στη γέννα, αφού μπορούσε να πιέζει («να τανιέται») μέχρι που έβγαινε το παιδί. Ακολουθούσε το κόψιμο του αφαλού και ο θηλασμός. Χρέη μαμής εκτελούσε συνήθως κάποια γιαγιά με ανάλογη πρακτική εμπειρία ή κάποια άλλη γυναίκα που είχε γεννήσει πολλά παιδιά.

Η λεχώνα για εννιά μέρες δεν έβγαινε καθόλου έξω από το σπίτι. Μετά τις εννιά μέρες έβγαινε γύρω από το σπίτι χωρίς να πηγαίνει σε ξένα σπίτια. Δεν έπρεπε να τη βλέπει πολύς κόσμος. Είχε μέχρι και δικό της, ξεχωριστό, κύπελλο για το νερό και δικό της πιάτο για φαγητό. Για σαράντα μέρες νιβόταν με το ευχονέρι, νερό που το διάβαζε ο παπάς. Αν συμπληρώνονταν οι σαράντα μέρες και περίσσευε νερό, το έριχνε σε βρύση, σε ρέμα ή σε ποτάμι. Τα νεογέννητα επίσης δεν τα βγάζανε καθόλου έξω πριν τις σαράντα μέρες και συνήθως το βαφτίζανε νωρίς.

Θρύλοι και παραδόσεις

Τα αλώνια, εκτός από το σκοπό για τον οποίο προορίζονταν, ήταν γνωστά στο χωριό μας και για άλλους λόγους, άμεσα συνδεδεμένους με θρύλους, μύθους και παραδόσεις, με τις οποίες μεγαλώσαμε όλοι εμείς οι μεγαλύτεροι σε ηλικία, που ζήσαμε τα παιδικά μας χρόνια στο χωριό. Ποιος από μας δεν άκουσε ιστορίες με «καλότχιες», νεράϊδες και φαντάσματα, που μας έκαναν να φοβόμαστε να βγούμε νύχτα έξω από το σπίτι. Σύμφωνα, λοιπόν, με τις διηγήσεις των μεγαλύτερων σε ηλικία συγχωριανών μας που βρίσκονται σήμερα στη ζωή αλλά και των γιαγιάδων και παππούδων μας που όλοι θυμόμαστε οι «καλότχιες» ήταν νεράϊδες, ντυμένες στ’  άσπρα που έρχονταν τη νύχτα στ’  αλώνια, έγνεθαν, τραγούδαγαν και χόρευαν. Πολλοί ήταν αυτοί που έλεγαν ότι δήθεν τις είδαν με τα μάτια τους. Φορούσαν άσπρα μαντήλια στο κεφάλι τα οποία τους έδιναν τη δυνατότητα να πετούνε κιόλας. Πολλές φορές οι κάτοικοι του χωριού μας έβρισκαν στα σημεία αυτά διάφορα αντικείμενα που πίστευαν ότι ανήκαν στις «καλότχιες», όπως π.χ. αντικείμενα που έμοιαζαν με σφοντύλι απ’  το αδράχτι  για το οποίο πίστευαν ότι καμιά φορά έπεφτε κάτω από τις καλότχιες όταν έγνεθαν. Τα αντικείμενα αυτά τα χρησιμοποιούσαν ως γιατρικό για ανθρώπους και για ζώα. Εκτός από τα  αλώνια στις καλότχιες άρεσε να πηγαίνουν πετώντας και να κάθονται σε ράχες. Αν και οι κάτοικοι του χωριού μας πίστευαν ότι οι καλότχιες έφερναν καλή τύχη, τις φοβόντουσαν και απέφευγαν να περνούν νύχτα από τα μέρη που πίστευαν ότι σύχναζαν αυτές.

Πολλές είναι, επίσης, οι διηγήσεις  για φαντάσματα στο χωριό μας, τα οποία δήθεν εμφανίζονταν περισσότερο μέσα στα ρέματα ή σε σημεία που είχαν γίνει ατυχήματα και σκοτώθηκαν συγχωριανοί μας. Σύμφωνα με τις διηγήσεις αυτές τα φαντάσματα έπαιρνα τη μορφή μικρού παιδιού ή ήταν αόρατα και εμπόδιζαν τα μουλάρια των αγωγιατών να προχωρήσουν, κ.λ.π.

Άμεσα συνδεδεμένες με τις παραδόσεις του χωριού μας είναι και οι βρύσες. Απ’  αυτές οι γυναίκες του χωριού κουβαλούσανε στο σπίτι νερό με τις βαρέλες, χωρητικότητας τριάντα πέντε οκάδων. Οι βρύσες ήταν ζωτικής σημασίας για την επιβίωση των τότε κατοίκων του χωριού μας.

Θερισμός – άλεσμα στο μύλο

Συνηθισμένη δραστηριότητα στο χωριό μας με έξαρση την εποχή που ακολουθούσε τη συγκομιδή του σιταριού ή του καλαμποκιού. Θερίζανε το στάρι και το αλωνίζανε με ζώα στα αλώνια. Ακολουθούσε το λύχνισμα, όταν φύσαγε άνεμος, προκειμένου να το ξεχωρίσουνε  από το άχυρο. Μετά το μαζεύανε και το πήγαιναν στο μύλο για άλεσμα. Απ’ αυτό ζυμώνανε και τρώγανε. Το ίδιο κάνανε και με το καλαμπόκι. Μετά το ξεφλούδισμα το στουμπάγανε με το στυλιάρι για να βγει το σπυρί και αφού το λυχνίζανε και αυτό για να φύγουν οι ξένες ύλες το πηγαίνανε στο μύλο και το αλέθανε. Με το αλεύρι του καλαμποκιού φτιάχνανε το καλαμποκίσιο ψωμί ή, όπως αλλιώς το λέγανε, το «μποπότα», που το ψήνανε κάτω στη θράκα και όχι σε ταψί  και με το οποίο μεγάλωσαν και επέζησαν γενιές και γενιές στο χωριό μας.

Μύλος υπήρχε στον οικισμό Παλιάμπελα, που ήταν βακούφικος και τον είχε ο Βάιος Γκαραβέλας. Στην ίδια θέση υπήρχε και νεροτριβή με μαντάνια, όπου οι κάτοικοι του χωριού μας πήγαιναν τα «σκτιά» τους (μάλινα υφάσματα). Μύλος υπήρχε, επίσης, και χαμηλά στο ποτάμι στη θέση «γελαδόσταλο», μετά, δηλαδή τον οικισμό «Βαένια».   Αυτόν παλαιότερα τον είχε ο Βασίλης Σέμπρος αλλά τα νεώτερα χρόνια τον είχε ο Βασίλης του Λάμπρου Λιάρου μαζί με τον Ξενοφώντα Σέμπρο (Τσιγαρίδας).   Για μικρό χρονικό διάστημα τον είχε και ο Λάμπρος Πάνος από τα Βαένια. Ο μύλος αυτός έπαψε να λειτουργεί ήδη πριν από το 1963 και ο τελευταίος που τον είχε ήταν ο Ξενοφών Σέμπρος. Κατόπιν οι κάτοικοι πήγαιναν για άλεσμα στο μύλο της Μαγαλίνας, στον οικισμό Τρυγόνα της τότε κοινότητας Δρακότρυπας ή στο Πευκόφυτο ή ακόμα και στην Κρυοπηγή (Ζιρέτσι).

Στο μύλο δίνανε ως αμοιβή για το άλεσμα το λεγόμενο «ξάι», που αντιστοιχούσε σε μέρος από το προς άλεσμα προϊόν, ανάλογο με την ποσότητα αυτού. Οι ξένοι, όμως,  που δεν ήταν από το χωριό και έρχονταν ν’ αλέσουν τα προϊόντα τους στους μύλους του χωριού μας, εκτός από το «ξάι» έδιναν και το «Ξενιάτικο», διπλή δηλαδή αμοιβή, η οποία πολλές φορές ήταν και υπερβολική.

Στο μύλο πηγαίνανε φορτωμένοι μέχρι και τριάντα (30) οκάδες στάρι ή καλαμπόκι (συνήθως στην πλάτη, «ζαλίκα» δηλαδή) και σπάνια χρησιμοποιούσαν γι’  αυτό ζώα, που τα φόρτωναν. Εκτός από στάρι και καλαμπόκι στο μύλο «έκοβαν» και το «πλυγούρι» για να φτιάξουν το γλυκό τραχανά.

Ο τραχανάς, ξινός και γλυκός,  ήταν ένα από τα βασικά στοιχεία της διατροφής στο χωριό μας. Ο ξινός τρωγότανε, συνήθως, το πρωί ενώ το γλυκό τον βάζανε σε πίτες και φτιάχνανε και φαγητό.

Κούρεμα προβάτων – επεξεργασία μαλλιού

Για να φτάσει το μαλλί στον αργαλειό ακολουθούνταν ολόκληρη διαδικασία, αρκετά χρονοβόρα μάλιστα. Πρώτα κούρευαν τα πρόβατα. Μετά πλένανε τα μαλλιά και τα περνούσανε από τα λανάρια. Ακολουθούσε το γνέσιμο. Αν θέλανε να βάψουνε το γνεσμένο μαλλί, το μαζεύανε σε κελέβες. Αν όχι σε κουβάρια. Μετά πηγαίνανε στις τυλίχτρες, όπου ένας έπαιρνε το νήμα και πήγαινε μακριά και ο άλλος καθόταν στην τυλίχτρα και μάζευε φέρνοντας κοντά αυτόν που κρατούσε το νήμα, μέχρι αυτό να τελειώσει. Μετά το βάζανε στον αργαλειό. Το «μιτώνανε» στα «μτάρια», απ’ αυτά στο χτένι και απ’ το χτένι στο ξώφτερο και άρχιζε η ύφανση. Περνούσανε πέρα- δώθε τη σαΐτα και χτυπούσανε το χτένι. Έτσι γίνονταν το «σκτί» (ύφασμα), ο οποίο τυλίγανε. Μετά το πηγαίνανε στο μαντάνι και κατόπιν το κάνανε σακάκια, παντελόνια και άλλα πράγματα. Προηγούνταν, όμως, το βάψιμο. Αυτό γίνονταν με  λουλάκι (τώρα δεν υπάρχει) και όχι με μπογιά. Βάζανε το ύφασμα μέσα στη μπογιά και το αφήνανε δίπλα στη σόμπα για να είναι ζεστό και πηγαίνανε πρωί – μεσημέρι – βράδυ και το ανακατεύανε. Απαραίτητη για το βάψιμο αυτό ήταν και η «σαριά», η βρωμιά δηλαδή απ’ το μαλλί των προβάτων, την οποία κρατούσαν όταν πλένανε το μαλλί. Συγκεκριμένα βάζανε μέσα στο καζάνι το μαλλί και ανάβανε φωτιά. Ζεσταινόταν το μαλλί και η «σαριά» έβγαινε στην επιφάνεια. Μετά βάζανε το μαλλί σε κρύο νερό για να καθαρίσει και παίρνανε και τη σαριά για να βάψουνε το «σκτί».

Νυχτέρια

Ήταν συνήθεια, μόλις άρχιζε το φθινόπωρο οι κάτοικοι του χωριού μας να μαζεύονται τα βράδια στα σπίτια και να βοηθούν ο ένας τον άλλον στις εποχιακές, κυρίως, δουλειές τους, όπως το σπάσιμο και το ξεφλούδισμα του καλαμποκιού. Ήταν όμως και μια καλή ευκαιρία για διασκέδαση, ειδικότερα για τους νεότερους σε ηλικία. Μόλις τελείωναν τη δουλειά, τρώγανε και άρχιζαν το χορό και το τραγούδι. Κράταγε όλη νύχτα μέχρι το πρωί. Γίνονταν πραγματικό γλέντι. Το χειμώνα οι κοπέλες μαζεύονταν με τη σειρά στα σπίτια και γνέθανε με τη ρόκα. Όλη νύχτα με το καντήλι, ούτε καν με τη λάμπα. Τραγούδι, γνέσιμο, χορό… Κοντά στη μία κοιμόντουσαν αλλά «μόλις λάλαγε ο κόκορας» ξυπνούσανε, ανάβανε κούτσουρα στο τζάκι και συνέχιζαν το γνέσιμο, το τραγούδι και το χορό. Το πρωί φτιάχνανε και τραχανά, τρώγανε και μετά φεύγανε για τις δουλειές τους που τις συνέχιζαν κανονικά την άλλη μέρα.

Χριστούγεννα

Χαρακτηριστικό έθιμο με το οποίο ξεκίναγε η περίοδος των Χριστουγέννων ήταν το σφάξιμο του γουρουνιού. Άλλος είχε μεγάλο άλλος δεν είχε καθόλου. Όποιος είχε μεγάλο γουρούνι έδινε ένα κομμάτι κρέας σ’ όποιον δεν είχε καθόλου Οι περισσότεροι συνήθιζαν να το σφάζουν την ημέρα των Χριστουγέννων και κάποιοι την προηγούμενη. Το σφάζανε, το ξεψαχνίζανε, το λιανίζανε και κάνανε τη «γουρνοχαρά» με τηγανιά και κρέας που ψήνανε στα κάρβουνα. Το υπόλοιπο κρέας το αλατίζανε για να κρατήσει όσο περισσότερο ήταν δυνατό. Φτιάχνανε και λουκάνικα που κρατούσαν μέχρι τη Μεγάλη Σαρακοστή. Το λίπος το βγάζανε, το λιώνανε και το βάζανε μετά στα φαγητά. Από το λίπος που έμενε μετά το λιώσιμο φτιάχνανε τις τσιγαρίδες.

Τα Χριστούγεννα πήγαιναν στην εκκλησία και στο γυρισμό κόβανε πουρνάρι και το ρίχνανε στη φωτιά και ενώ αυτό καίγονταν κάνοντας το χαρακτηριστικό θόρυβο (πρατσάλισμα) αυτοί έλεγαν : «Φέρνω γεια, φέρνω χαρά, φέρνω στάρια, καλαμπόκια, φέρνω γαμπρούς και γρόσια, έξω αρρώστια, μέσα γεια. Καλή χρονιά».

Γνωστός είναι ο μύθος και για τους καλικάτζαρους που, κατά την παράδοση, έρχονταν τα Χριστούγεννα για να αναστατώσουν τη ζωή και των κατοίκων του χωριού μας.  Τα  «καρκαντζούλια» ή «τα παγανά», όπως ήταν περισσότερο γνωστά. Πρώτος έρχονταν ο «κουτσός», που είχε ένα πόδι και δε μπορούσε να περπατήσει γρήγορα, γι’  αυτό και ξεκίναγε πρώτος.  Τα «παγανά» τρόμαζαν τους κατοίκους του χωριού που φοβόντουσαν να βγουν έξω τη νύχτα Για να κρατηθούν μακριά από το σπίτι τα «παγανά» και για να μη μπουν μέσα σ’ αυτό από την καμινάδα, όπως πίστευαν οι κάτοικοι του χωριού μας, καίγανε κάθε βράδυ αγριοκερασιά.

Του Αγίου Βασιλείου οι κάτοικοι συνήθιζαν να «κλέβουν» νερό από τη βρύση και υπήρχε συναγωνισμός για το ποιος θα κλέψει πρώτος. Την ίδια μέρα πήγαιναν στη βρύση με βούτυρο και καρπούς (καλαμπόκι, φασόλια, κ.λ.π.) και αφού την καλημερίζανε λέγοντας  «καλημέρα βρυσούλα μ’, καλή χρονιά να ‘χουμε» φτιάχνανε πάνω σ’  αυτή ένα σταυρό με το βούτυρο, για να είναι καλός ο νέος χρόνος. Μετά ρίχνανε στο νερό τους καρπούς που είχανε φέρει και εύχονταν να είναι πλούσια σε συγκομιδή η νέα χρονιά. Στη συνέχεια παίρνανε από τη βρύση νερό για το σπίτι και μ’  αυτό λούζονταν.

Για τα Φώτα (Θεοφάνεια) φτιάχνανε τις «φώτες». Πλάθανε ζυμάρι, βάζανε στη μέση ένα αυγό ή καρύδια όσοι δεν είχαν αυγό και από πάνω βάζανε σε σχήμα σταυρού λωρίδες από ζυμάρι. Ήταν η χαρά των παιδιών. Δίνανε στα βαφτηστήρια, στους νονούς και στον Παπά του χωριού. Τυχερός μπορεί να ήταν και κανένας παππούς καθότι στο χωριό μας οι γέροντες τύχαιναν σεβασμού. (Ακόμα και σήμερα ορισμένοι  μικρότεροι σε ηλικία, ιδίως γυναίκες, ασπάζονται το χέρι μεγάλων σε ηλικία παπούδων). Μια μέρα πριν τα Φώτα, του Σταυρού, περνούσε από τα σπίτια ο Παπάς του χωριού για τον καθιερωμένο Αγιασμό. Με τον αγιασμό αυτό φεύγανε τα «παγανά», ή αλλιώς «τα καρκαντζούλια».

Απόκριες – Σαρακοστή – Πάσχα

 Ένα από τα έθιμα της Αποκριάς ήταν να περνούν όλοι από τα σπίτια των γειτόνων και των συγγενών, με τη σειρά από τους μεγαλύτερους προς τους μικρότερους. Στους μεγαλύτερους σε ηλικία κάνανε μετάνοιες και ζητούσαν συγχώρεση και την ευχή τους. Την Κυριακή της Αποκριάς πηγαίνανε στην εκκλησία. Ο παπάς έδινε τη συγχώρεση σ’  όλους, έναν  – έναν ξεχωριστά και στη συνέχεια και οι συγχωριανοί έδιναν συγχώρεση μεταξύ τους. Την Καθαρή Δευτέρα τρώγανε ψωμί, κρεμύδια, χαλβά και ελιές. Το λάδι ήταν μεγάλη αμαρτία για τη μέρα αυτή. Τη Σαρακοστή την κρατούσαν ολόκληρη και μόνο του Ευαγγελισμού και των Βαϊων τρώγανε ψάρι, συνήθως παστό μπακαλιάρο.

Παρακολουθούσαν τους Χαιρετισμούς το βράδυ κάθε Παρασκευής κατά τη διάρκεια της Σαρακοστής, πηγαίνοντας στην εκκλησία με αναμμένα δαυλιά. Φτάναμε στην Κυριακή των Βαϊων, που ήταν μεγάλη γιορτή. Ο Παπάς μοίραζε στην εκκλησία, μετά την απόλυση, φύλλα δάφνης (βάια). Τη Μεγ. Δευτέρα άρχιζαν τα Πάθη του Χριστού. Η νηστεία για όλη τη Μεγ. Εβδομάδα ήταν πολύ αυστηρή. Τη Μεγάλη Πέμπτη βάφανε τ’ αυγά και το βράδυ παρακολουθούσανε τα δώδεκα Ευαγγέλια ντυμένοι με τα καλά τους ρούχα. Τη Μεγάλη Παρασκευή φτιάχνανε πλαστό χωρίς λάδι ή τρώγανε ξύδι με νερό και ψωμί. Οι γυναίκες φορούσαν όλες μαύρες μαντήλες και σκούρα ρούχα. Τα παιδιά μαζεύανε αγριολούλουδα από τα χωράφια (μαργαρίτες) και τα κάνανε ματσάκια, ένα για κάθε μέλος της οικογένειας και τα αφήνανε στον Επιτάφιο όταν όλη η οικογένεια πήγαινε να προσκυνήσει.

Το Μεγ. Σάββατο δεν τρώγανε λάδι και τηρούσαν αυστηρή νηστεία. Το βράδυ πήγαιναν στην Ανάσταση και κάθονταν όλοι μέχρι να τελειώσει η εκκλησία. Την άλλη μέρα ψήνανε αρνί ή κατσίκι και γλεντάγανε. Τ’ απόγευμα πηγαίνανε στην Αγία Τριάδα, όπου είχε πανηγύρι που κράταγε και τη Δευτέρα και την Τρίτη. Την Τρίτη το πρωί τελείωνε η Εκκλησία και βγαίνανε τα «Σίγνα». Βγάζανε τις εικόνες και σημάδευαν τα δέντρα. Μετά τρώγανε και γλεντούσανε Τ’ απόγευμα της Τρίτης βάραγε η καμπάνα και πηγαίνανε πάλι στην εκκλησία. Εκεί τελείωνε η γιορτή του Πάσχα. Ακολουθούσε το πανηγύρι της Ζωοδόχου πηγής την Παρασκευή, στην Αγία Τριάδα, στο οποίο προσέρχονταν όλο το χωριό.

Άλλα στοιχεία από τη ζωή στο χωριό

Υπήρχε μεγάλη φτώχεια και δυστυχία. Όποιος είχε πράματα (ζώα) είχε και λεφτά. Όποιος δεν είχε πράματα αγωνιζόταν πιο πολύ. Για να έχεις όμως πράματα, έπρεπε να έχεις και στάβλους, χωράφια να βοσκήσουν αλλά και τροφές για να τα ταΐσεις το χειμώνα. Γιατί ο χειμώνας ήταν βαρύς. Μέχρι και σαράντα μέρες οι κάτοικοι του χωριού μας παρέμειναν αποκλεισμένοι απ’ το χιόνι. Κάθε σπίτι είχε, συνήθως, δέκα – δεκαπέντε γίδια. Κάποιοι είχαν και το «ζευγάρι τους» για το όργωμα, βόδια ή μουλάρια. Το μουλάρι ήταν πολυτέλεια. Όποιος είχε ζευγάρι από μουλάρια θεωρούνταν άρχοντας. Όποιος δεν είχε κατέφευγε στο σέμπρεμα. Συμφωνούσε δηλαδή ένας που είχε ένα μουλάρι με άλλον ένα που επίσης είχε ένα και δάνειζαν ο ένας στον άλλο το ζώο του για το όργωμα. Η συμφωνία κρατούσε, συνήθως, μέχρι και το θάνατο του ζώου. Έτσι βγήκε και η παροιμία: «Ψόφησε το βόδι, ξεσεμπρέψαμε».

Συνηθισμένο φαινόμενο στο χωριό μας οι γκρίνιες και οι τσακωμοί για τ’ αυλάκια, την εποχή του ποτίσματος. Πολύς κόσμος μάλωνε για τ’ αυλάκια ανταλλάσοντας βρισιές και αισχρόλογα. Αυτό συνέβαινε όταν δεν υπήρχε σειρά για το πότισμα. Τότε ο καθένας έπαιρνε το νερό, το’ βαζε στο χωράφι σου και όποτε τέλειωνε. Πήγαινε όμως ο άλλος και το’ κοβε. Όταν μπήκε σειρά για το πότισμα σταμάτησαν και οι τσακωμοί που γίνονταν με αφορμή αυτό.

Το συνηθισμένο ντύσιμο στο χωριό ήταν οι μάλλινες φορεσιές. Οι άντρες μάλλινο παντελόνι σε χρώμα μαύρο, πουκάμισο σε χρώμα ανάλογα με την ηλικία. Αν ήταν νέος άσπρο, αν ήταν μεγάλος χρωματιστό. Το σακάκι ήταν μάλλινο όπως και το παντελόνι, ίδιο χρώμα. Οι γυναίκες, παντρεμένες και ελεύθερες, φορούσαν φόρεμα και φούστες πλισέ. Αγοράζανε ύφασμα και ράβανε τις φορεσιές τους σε μοδίστρες. Το φόρεμα ήταν απλό με κουμπιά στο στήθος και μονόχρωμο, με αγαπημένα χρώματα τα μπλε και κόκκινο. Στο κεφάλι φορούσαν άσπρο μαντίλι. Οι μεγάλοι σε ηλικία άντρες φορούσαν καπέλα. Οι γυναίκες άσπρες μαντίλες, στις οποίες οι νεότερες έβαζαν κρόσσια γύρω – γύρω. Παρατηρούνταν και τότε περιπτώσεις εξεζητημένου ντυσίματος, όπως αυτή του Γάκη Καραβίδα που ήταν τότε γνωστός στο χωριό για τα στενά, από το γόνατο και κάτω, παντελόνια που φορούσε και τα ονόμαζε «κιλότες». Μεγάλοι επίσης σήμερα σε ηλικία συγχωριανοί μας θυμούνται στην παιδική τους ηλικία παππούδες να φοράνε φουστανέλα.

Ο παππούς ο Θανασούλα Πάτας, από το Παλαιοχώρι ήταν ο «πρακτικός»  οδοντίατρος του χωριού ενώ ο παππούς ο Μήτρο Πάτας ήταν ο πρακτικός   «ορθοπεδικός» για ανθρώπους και ζώα (έζησε 103 χρόνια). Όπως μαρτυρούν οι δικοί  του, ο παππούς αυτός είχε μάθει την τέχνη του όταν ήταν μικρός, γδέρνοντας και ξεκοκαλίζοντας ένα ψόφιο μουλάρι για να δει την ανατομία του.

 

                                                                          Γιώργος Δ. Καραβίδας