Ο Καραϊσκάκης υπήρξε η μεγαλύτερη στρατιωτική φυσιογνωμία της εποχής του. Δυστυχώς μόνο λίγοι διέγνωσαν εγκαίρως τις ικανότητας του και μεταξύ αυτών συγκαταλέγεται ο Κολοκοτρώνης, που λέγεται ότι μοιρολόγησε σταυροπόδι, σαν γυναίκα, το θάνατο του ήρωα.
Όλοι οι βιογράφοι – φίλοι και αντίπαλοι – εκφράσθηκαν με θαυμασμό γι’ αυτόν και δυστυχώς οι περισσότεροι, αντιλήφθηκαν την αξία του μετά το θάνατό του. “Μέγα άνδρα”, τον ονομάζει ο Καρλάιλ και ο λαϊκός ζωγράφος Θεόφιλος έλεγε γι’ αυτόν ότι είναι “Δυο φορές πιο μεγάλος απ’ τον Αϊ – Γιώργη”.
Ο ιστορικός Κων/νος Παπαρρηγόπουλος εξιστορώντας το βίο και την πολιτεία του Μαυροκορδάτου, του οποίου ήταν θαυμαστής, γράφει: “Εν μόνον λάθος έπραξαν (ο Μαυροκορδάτος), ότι δεν εμάντευσεν την αξίαν του Καραϊσκάκη και περιήλθεν εις ρήξιν με τον άνδρα εκείνον, όστις, μετά δύο έτη, εις στιγμήν κρισιμοτάτην, έμελλε ν ‘ αποδείξει δι’ έργων λαμπρών ότι είναι κράτιστος των κατά ξηράν αναδειχθέντων”.
Ήδη από το 1822 ο Καραϊσκάκης, με τη βοήθεια και του Γιαννάκη Ράγκου εγκαθίσταται στο αρματολίκι των Αγράφων, αφού κατορθώνει να εκτοπίσει από αυτό τους τελευταίους Μπουκοβαλαίους, οι οποίοι κατείχαν το αρματολίκι πάππου προς πάππου, κληρονομικώ δικαιώματι. Πρέπει να σημειώσουμε εδώ ότι η περίφημη οικογένεια των Μπουκοβαλαίων, που έδωσε τόσους γνωστούς αρματολούς, τα τελευταία χρόνια πριν από την επανάσταση του 1821, είχε εκφυλισθεί και έτσι δεν ήταν δύσκολο στον να παραγκωνίσει τους τελευταίους απογόνους της.
Τους καπεταναίους των αρματολικιών βέβαια διόριζαν οι τούρκοι πασάδες. Αυτό δεν συνέβη στην περίπτωση του Καραϊσκάκη, ο οποίος κατέλαβε το αρματολίκι των Αγράφων χωρίς τη συγκατάθεση τους, ούτε όμως και αντέδρασαν οι τελευταίοι, ίσως γιατί προτίμησαν να τον έχουν προσωρινά σύμμαχο παρά ενοχλητικό αντίπαλο. Οι σχέσεις του Καραϊσκάκη με τους Τούρκους δεν ήταν ποτέ σταθερές. Όταν είχε δυσκολίες παρίστανε τον υποταγμένο φίλο και όταν εύρισκε ευκαιρία αποστατούσε και έγραφε τα φιρμάνια τους στα παλιά του τα παπούτσια (η ανάλογη έκφραση του Καραϊσκάκη ήταν άλλη). Οι Τούρκοι ασφαλώς γνώριζαν το χαρακτήρα του άνδρα, αλλά προσποιούνταν ότι τον πίστευαν, περιμένοντας την κατάλληλη ευκαιρία για να τον εξοντώσουν.
Το αρματολίκι των Αγράφων
Ευθύς εξαρχής από την εγκατάσταση του Καραϊσκάκη στο αρματολίκι των Αγράφων διαφάνηκε η διάθεση του Ράγκου να τον εκτοπίσει, και να πάρει εκείνος τη θέση του. Για να πετύχει το σκοπό του χρησιμοποίησε κάθε είδους ραδιουργία προς τον Μαυροκορδάτο, που ήταν τότε διοικητής της «Δυτικής Χέρσου Ελλάδος» με έδρα το Μεσολόγγι. Σ’ αυτό τον βοήθησε και ο ίδιος ο Καραϊσκάκης με τη στάση του, με την απείθεια του προς τη διοίκηση του Μαυροκορδάτου, με τον ανυπότακτο χαρακτήρα του, την αθυροστομία του και μι το κρυφτούλι που έπαιζε με τους Τούρκους. Το πράγμα δεν άργησε να καταλήξει σε ανοιχτή σύγκρουση μεταξύ Μαυροκορδάτου και Καραϊσκάκη τον οποίο ο πρώτος θεωρούσε ύποπτο συνεργασίας με τον εχθρό – αργότερα τον πέρασαν από δίκη γι’ αυτό – στην παρούσα όμως φάση ο Μαυροκορδάτος έδειχνε φανερά την προτίμηση του προς το Ράγκο.
Ο Καραϊσκάκης νιώθοντας κατατρεγμένος από Τούρκους και Έλληνες, ιδιαίτερα μετά τη σύγκρουση του με τους πρώτους στο Σοβουλάκου, δίδοντας δε στα γεγονότα και μεγαλύτερες διαστάσεις από τις πραγματικές, με τον ευφάνταστο χαρακτήρα του, έβλεπε ως μόνο και ασφαλές καταφύγιο του το αρματολίκι των Αγράφων και προσπαθούσε να το κρατήσει με νύχια και με δόντια.
Παντού γύρω του έβλεπε εχθρούς σταλμένους από τον Μαυροκορδάτο για να τον δολοφονήσουν. Ο μόνος προς τον οποίο είχε εμπιστοσύνη ήταν ο αρματολός του Ασπροπόταμου Νίκος Στορνάρης. Ετσι πρέπει να εξηγήσουμε και τη σύγκρουσή του με τους 300 περίπου Σουλιώτες του Κίτσου Τζαβέλλα, όταν αυτοί επιχείρησαν να περάσουν στα Άγραφα και τον Ασπροπόταμο. Το γεμάτο οργή γράμμα του Καραϊσκάκη είναι, εύγλωττο: “Κίτσιο Τζιαβέλλα και λοιποί. Έμαθα το απέρασμά σας εις Ασπροπόταμον. Πού πάτε κλέφτες, λησταί της πατρίδος και προδότες, παλιοτσάρουχα; Τριακόσιοι άνθρωποι θα μας φέρουν την ελευθερίαν; Ή θαρρείτε δεν ηξεύρωμεν τους σκοπούς σας: Επουλήσατε την πατρίδα σας και τώρα τρέχετε εδώ και εκεί και χαλάτε, τον κόσμον. Όχι, αν είναι το Ρωμέικο να μας το φέρετε εσείς οι τριακόσιοι άνθρωποι, δεν το θέλομεν. Έχομεν και στράτευμα και αλλάς δυνάμεις, όταν μας διορίσει το Έθνος να βαρέσωμεν. Δια τούτο, άμα λάβετε το γράμμα, αμέσως να φύγετε, διότι να μη μας κάνετε απίστους. 20 Απριλίου 1823 Καραϊσκάκης”.
Είχε λοιπόν σοβαρούς λόγους να μην προκαλεί προς το παρόν τους Τούρκους, όταν όμως νόμιζε ότι απειλείται το αρματολίκι του, δεν δίσταζε να συγκρουστεί και με αυτούς, όπως συνέβη στου Σοβουλάκου. Αλλά και την εσωτερική οργάνωση του αρματολικιού δεν παραμέλησε και επέβαλε τάξη και ασφάλεια και απόδοση δικαιοσύνης στο φτωχό λαό. Γράφει ο Κασομούλης: “Εις εκείνην την περίστασιν διοργάνωσεν την δημογεροντίαν των Αγράφων και εσύστησε Τράπεζαν οικονομικήν των εσόδων και εξόδων. Επίτροπον εις την ληψοδοσίαν είχε διορισμένον τον λογιώτατον Κερασοβίτην, όστις εχαίρετο όλην την υπόληψιν της επαρχίας και την εμπιστοσύνην του (του Καραϊσκάκη).
Οι Σουλιώτες επέστρεψαν τελικά στο Βάλτο και, διέδιδαν παντού τα παθήματα τους, κατηγορώντας τον Καραϊσκάκη ως τουρκολάτρη.
Το στρατόπεδο της Οξυάς
Οι Μακεδόνες οπλαρχηγοί Καρατάσιος, Γάτσος και άλλοι, οι οποίοι βρίσκονταν στα νησιά, βγήκαν στο Τρίκερι και απειλούσαν σοβαρά την κυριαρχία των Τούρκων στην Ανατολική Θεσσαλία. Φοβούμενοι οι τελευταίοι ότι, θα βρίσκονταν σε δεινή θέση, αν η επανάσταση από Πήλιο, Αγραφα και Ασπροπόταμο εξαπλωνόταν στη Θεσσαλία, με μια αιφνιδιαστική κίνηση, μια τουρκική στρατιά προσέβαλε τους επαναστάτες στο Τρίκερι και ο Σελιχτάρ Μπόδας με 4 χιλιάδες κινήθηκε κατά του Στορνάρη στον Ασπροπόταμο και του Καραϊσκάκη στα Αγραφα. Χωρίς ο τελευταίος να συναντήσει σοβαρή αντίσταση, αφού λεηλάτησε τα προσκυνημένα χωριά στα ριζά των Αγράφων και αιχμαλώτισε τους κατοίκους, έφτασε στη Νευρόπολη και οχυρώθηκε στο κέντρο της πεδιάδας, στον πύργο και στα γύρω υψώματα του χωριού Στούγκου (σημερινό Κρυονέρι), που ήταν τότε τσιφλίκι του Τσολάκογλου.
Ο Καραϊσκάκης, που μέχρι τότε τηρούσε στάση επαμφοτερίζουσα, αντιλαμβάνεται πλέον ότι το κρυφτούλι με τους Τούρκους τελείωσε οριστικά. Στέλνει αμέσως γράμματα στους καπεταναίους Μήτσιο Κοντογιάννη, Δήμο Σκαλτσά, γερο – Πανουργιά, Οδυσσέα Ανδρούτσο, Σιαφάκα, Γιολδασαίους, Πεσλή και άλλους και τους καλεί αμέσως σε βοήθεια. Όλοι έστειλαν δύναμη και μερικοί ήρθαν αυτοπρόσωπους και έτσι άρχισε να συγκροτείται το στρατόπεδο της Οξυάς.
Το στρατόπεδο, ημέρα την ημέρα αυξανόταν και έφτασε τελικά 4.500 εμπειροπόλεμους άνδρες. Οπλαρχηγοί, προσωπικά στηρίγματα του Καραϊσκάκη, στους οποίους είχε απόλυτη εμπιστοσύνη ήταν ο Σωτήρης Συντεκνιώτης, ο Αντώνης Ζαραλής και ο Γιάννης Φραγκίστας. Υπήρχαν και άλλοι δευτερότεροι.
Τις απογευματινές ώρες μεταξύ 5 και 10 Ιουνίου, ο Καραϊσκάκης συγκεντρώνει ως 1500 πολεμιστές και τους χωρίζει σε τρία τμήματα, με σκοπό να αιφνιδιάσει τους Τούρκους, επιτιθέμενος από τρεις κατευθύνσεις. Ο ίδιος τοποθετήθηκε στο μέσον. Οι Τούρκοι αιφνιδιάστηκαν στην αρχή και δεν βγήκαν από τα οχυρώματα που είχαν κατασκευάσει τις προηγούμενες ημέρες. Σύντομα όμως συνήλθαν και με τη βοήθεια του ιππικού τους έτρεψαν σε φυγή τη δεξιά πτέρυγα των Ελλήνων, που διοικούσε ο Φραγκίστας. Το ιππικό στράφηκε ακολούθως προς το κέντρο και το αριστερό και δημιούργησε σύγχυση και αταξία στις τάξεις των Ελλήνων. Ο ίδιος ο Καραϊσκάκης σώθηκε χάρη στα πόδια του. Τα διασκορπισμένα τμήματα συγκεντρώθηκαν στα υψώματα της Κερασιάς. Εκεί ο Καραϊσκάκης έδειχνε άρρωστος και συντετριμένος για την αποτυχία της Επιχείρησης.
“Εβράδυασεν και η νυξ διασκέδασε την λύπην του”, γράφει ο Κασομούλης. Την επομένη το στράτευμα μετακινήθηκε πάλι στο στρατόπεδο της Οξυάς, όπου ο Καραϊσκάκης περίμενε τις επικουρίες για να επιχειρήσει δεύτερη επίθεση κατά των Τούρκων της Νευρόπολης.
Το ερώτημα που αντιμετώπισαν οι ιστορικοί είναι γιατί απέτυχε με τόσο οικτρό τρόπο μια επιχείρηση που οργανώθηκε από τον Καραϊσκάκη -στρατιωτική ευφυία σε τέτοιες αιφνιδιαστικές επιθέσεις – ο οποίος μάλιστα διέθετε αξιόλογη δύναμη εμπειροπόλεμων στρατιωτών και αξιωματικών.
Η απάντηση έχει σχέση με όσα αναφέρθηκαν παραπάνω. Ο Καραϊσκάκης βιάστηκε να αρχίσει την επίθεση και είχε γι’ αυτό τους λόγους του. Οι δυο μάλιστα εγκυρότεροι βιογράφοι του, ο Κασομούλης και ο Αινιάν, σ’ αυτόν μόνο το λόγο αποδίδουν την ήττα. Οι υπόλοιποι ιστορικοί, πολύ λίγο ασχολήθηκαν με αυτή την περίοδο.
Αναφέρθηκε ότι αυτή την περίοδο ο Καραϊσκάκη; αισθανόταν κατατρεγμένος από όλους και γι’ αυτό υποπτευόταν τους πάντες. Και το στράτευμα που άρχισε να συνάζεται στο στρατόπεδο της Οξυάς τον ανησυχούσε. Ανάμεσά τους διέβλεπε ανθρώπους του Μαυροκορδάτου, εχθρούς πραγματικούς ή φανταστικούς. Ήθελε λοιπόν να ξεμπερδεύει με τους Τούρκους μια ώρα αρχίτερα, και για να εδραιώσει το κύρος του στο στράτευμα και στην κυβέρνηση και για να διαλύσει το στρατόπεδο της Οξυάς. Ένας πρόσθετος λόγος ήταν ότι ένα τόσο μεγάλο στράτευμα σύντομα θα άρχιζε τη λεηλασία των γύρω χωριών, μόλις τελείωναν οι πρώτες προμήθειες. Οι. υποψίες του Καραϊσκάκη δεν άφησαν ανέγγιχτο ούτε αυτόν τον αφοσιωμένο φίλο του Γιάννη Φραγκίστα τον οποίο κατηγόρησε (αδίκως βέβαια) ότι υποχώρησε βάσει σχεδίου για να εκθέσει τον αρχηγό του. Από την άλλη ο Φραγκίστας “έδιδε την αιτίαν του χαλασμού του εις το άσκεπτον και απερίσκεπτον Καραϊσκάκη” και οι δυο άνδρες ψυχράνθηκαν πολύ.
Η συνθήκη
Ενώ ο Καραϊσκάκης τοποθετήθηκε και πάλι στην Οξυά και προετοίμαζε δεύτερο κίνημα κατά των Τούρκων της Νευρόπολης, έφτασε ένας πεζός, απεσταλμένος από τον Σελιχτάρ Μπόδα, με γράμμα προς τον Καραϊσκάκη, που έγραφε πως ό,τι έγινε ήταν από λάθος του βεζύρη και τώρα πρέπει να κάμουν ειρήνη μεταξύ τους Έλληνες και Τούρκοι και να ζήσουν όπως πρώτα. Ο Καραϊσκάκης να αναλάβει τη θέση του στο αρματολίκι και το στρατόπεδο να διαλυθεί. Σύμφωνα με άλλους το γράμμα δεν προερχόταν από τον Σελιχτάρ Μπόδα, αλλά από τον Χουρσίτ πασά και τον Ισμαήλ Πλιάσα, πασάδες της Λάρισας και τον Τρικάλων αντίστοιχα. Οι Τούρκοι συνάντησαν σοβαρές δυσκολίες στο Τρίκερι και είχαν ανάγκη να στείλουν εκεί επικουρίες, εξ ου και η επιθυμία τους για ειρήνευση στα Άγραφα, ενώ μάλιστα βρίσκονταν και σε πλεονεκτική θέση έναντι των Ελλήνων.
Εν τω μεταξύ ο Καραϊσκάκης από την υπερβολική κόπωση και τη στενοχώρια αρρώστησε, και μεταφέρθηκε στο Μοναστήρι της Οξυάς, ώσπου να συνέλθει. Εκεί συγκεντρώθηκε σιγά σιγά (“ανεπαισθήτως”, γράφει ο Κασομούλης) όλο σχεδόν το στράτευμα. Ο αρχηγός κάλεσε όλους τους καπεταναίους στο γιατάκι του, για να συσκεφθούν σχετικά με την απάντηση που θα έδιναν στο γράμμα των Τούρκων για ειρήνη.
Πρώτος πήρε το λόγο ο Καραϊσκάκης και εισηγήθηκε στους υπόλοιπους να δεχτούν την ειρήνευση, με τον όρο οι Αλβανοί να αποσυρθούν ολωσδιόλου από τα Άγραφα και τον Ασπροπόταμο και να αφήσουν ελευθέρους όλους τους αιχμαλώτους που είχαν πάρει από τα προσκυνημένα χωριά. Οι λόγοι που πρόβαλε ήταν κυρίως δυο, οι εξής: 1) ‘Οτι ο ίδιος είναι άρρωστος και χωρίς αυτόν ο πόλεμος δεν θα έχει αποτέλεσμα και 2) ότι υπάρχουν ανάμεσα τους πολλοί ραδιούργοι και υποπτεύεται πως μετά από 3-4 μέρες πόλεμο, θα σκανδαλίσουν το στράτευμα, που θα διασκορπιστεί και θα αρχίσει τις λεηλασίες.
Εκ μέρους των αρχηγών απάντησε στον Καραϊσκάκη ο Στουρνάρης, ο οποίος είπε ότι οι Τούρκοι δεν είναι ειλικρινείς, όταν ζητούν ειρήνη, ενώ εν τω μεταξύ έχουν καταστρέψει δεκάδες χωριά και έχουν αιχμαλωτίσει, τόσους αθώους ανθρώπους. “Είναι Τούρκοι, είναι άπιστοι και ζητούν ειρήνη διά άλλην καμίαν κωλοσφίξιν όπου έχουν. Ευθύς όμως που δυναμώσουν, ούτε θέλει ενθυμηθούν ότι υπάρχει συνθήκη”, είπε. Και η απάντηση του Καραϊσκάκη: “Ωχ αδερφέ Στορνάρη, κλείω τώρα την ειρήνη. Δεν με άρεσε μεθαύριον, την χέζω και εγώ και εσύ και όλοι μας”.
Κατόπιν κάλεσε τον απεσταλμένο των Τούρκων, κάποιον Ταΐραγα, φοροεισπράκτορα των Τούρκων και γνωστόν του Καραϊσκάκη, γιατί γύριζε τα Άγραφα και συγκέντρωνε τους φόρους για λογαριασμό των Τούρκων και, αφού τον στόλισε και αυτόν, τους αρχηγούς του και τον σουλτάνο του με τα χειρότερα κοσμητικά επίθετα, που μόνο εκείνος εκστόμιζε, τον παρέδωσε στους αρχηγούς, για να τους εξηγήσει τους όρους της ειρήνης. Φυσικά κανένας δεν πίστεψε στις ειρηνοποιές διαθέσεις των Τούρκων και ο Στορνάρης, εκ μέρους όλων, είπε: “Όλα ψέματα, Καραταΐρη. Την ηύρατε χοντρήν εμπροστά σας και θέλει χοντρύνει ακόμα περισσότερον, και το προβλέπετε, και ζητείτε την ειρήνην!”.
Εντούτοις η συνθήκη συμφωνήθηκε και την υπόγραψαν εκ μέρους όλων, ο Καραϊσκάκης και ο Στορνάρης. Οι Αλβανοί αποσύρθηκαν από τη Νευρόπολη και τον Ασπροπόταμο και ο κατατρεγμένος λαός ξαναγύρισε στα ρημαγμένα χωριά του, για να βρει στάχτες και καπνίζοντα ερείπια.
Καθένας βέβαια θα αναρωτιέται, τι είδους συνθήκες με τους Τούρκους έκαναν οι καπεταναίοι των Αγράφων και του Ασπροποτάμου τη στιγμή που το επαναστατημένο Έθνος βρισκόταν σε πόλεμο μαζί τους, διεξήγαγε τον υπέρ πάντων αγώνα και είχε ανάγκη όλων των τέκνων του. Πολύ δε περισσότερο, αφού ήταν ήδη γνωστό ότι η ειρήνη στα Άγραφα θα απελευθέρωνε τις τουρκικές δυνάμεις και θα έφερνε σε δυσχερή θέση τους αγωνιζόμενους στο Τρίκερι και αλλού. Και ακόμη πως δεχόταν η Διοίκηση τις εξηγήσεις των καπεταναίων, για την ανάγκη που τους ώθησε να συνάψουν με τους Τούρκους συνθήκες ερήμην της;
Όπως αναφέρθηκε παραπάνω, στις 12-6-1823 ο Ν. Στορνάρης, ο Σιαφάκας, Γρηγόρης Λιακατάς, Γ. ΙΙεσλής, Νάσιος Μάνταλος και Καραϊσκάκης με γράμμα τους προς τη Διοίκηση, εξηγούσαν τους λόγους που τους ανάγκασαν να συνθηκολογήσουν με τον εχθρό. Εκ των υστέρων δύο εξηγήσεις μπορούν να δοθούν:
1ον) Η Διοίκηση γνώριζε ότι εκστρατεία μεγάλη και συστηματική, που να κρατήσει, μήνες, ήταν αδύνατο να γίνει στα Άγραφα, εξαιτίας της δυνατότητας που είχαν οι Τούρκοι να συγκεντρώνουν μεγάλες δυνάμεις και ότι, αν επιχειρούνταν, το βέβαιο αποτέλεσμα θα ήταν η καταστροφή του τόπου και της επανάστασης.
2ον) Οι καπεταναίοι των Αγράφων δεν ήταν ακόμη ώριμοι να εγκαταλείψουν τα αρματολίκια τους και να αφοσιωθούν σε έναν εθνικό αγώνα. Ο Καραϊσκάκης ήταν προσκολλημένος στα Άγραφα, ο Στορνάρης στον Ασπροπόταμο και άλλοι σε άλλες επαρχίες. Η Διοίκηση το γνώριζε αυτό και, φρονίμως ποιούσα, ανεχόταν την κατάσταση και περίμενε καλύτερες ημέρες. Από την όλη εξέλιξη των πραγμάτων και τον μετέπειτα εθνοσωτήριο ρόλο που έπαιξε ο Καραϊσκάκης στον αγώνα αποδείχθηκε ότι σε εκείνη την περίσταση η Διοίκηση έπραξε το σωστό.
Επιλεγόμενα
Η διαπραγμάτευση ενός θέματος, που έχει σχέση με τη δράση του στρατάρχη της Ελλάδας στην πιο κρίσιμη περίοδο της ιστορικής πορείας της απαιτεί μεγάλη προσπάθεια, ώστε να μην υποκύψει κανείς στον πειρασμό να υπερτονίσει τις μεγάλες πράγματι αρετές του ήρωα, αλλά και να αποσιωπήσει τις αδυναμίες του χαρακτήρα του.
Στο μέτρο του δυνατού προσπάθησα να αποφύγω τις υπερβολές και να παρουσιάσω το θέμα, άσο πιο αντικειμενικά γινόταν και όσο μου επέτρεψε η υπάρχουσα βιβλιογραφία.
Οι μεγάλοι του Αγώνα ήταν και αυτοί συνηθισμένοι άνθρωποι, με αρετές, αλλά και με ανθρώπινες αδυναμίες και αυτό τιμά περισσότερο την προσφορά τους. Για να είναι κανείς δίκαιος μαζί τους πρέπει να κρίνει τις πράξεις τους με τα δεδομένα της εποχής τους και όχι με τα σημερινά και αυτό είναι όντως πολύ δύσκολο.
Ο Καραϊσκάκης δοξάστηκε όσο κανείς άλλος από τους αρχηγούς του ’21 και κατάκτησε τη δόξα και τον πανελλήνιο θαυμασμό για τους αγώνες του, η μεγάλη του αγάπη όμως παρέμειναν ως το τέλος της ζωής του τα Άγραφα. Θαρρείς, πως, σαν τον μυθικό Ανταίο, έπαιρνε δύναμη από τα βουνά τους και γι’ αυτό τα υπερασπιζόταν με τόση επιμονή και μεταχειριζόταν χίλια τεχνάσματα, για να τα γλιτώσει από το χαλασμό.
Χαρακτηριστική είναι η παρακάτω προφορική παράδοση, που διασώθηκε στα χωριά των Αγράφων: Όταν ο Καραϊσκάκης αποφάσισε να λάβει ενεργό μέρος στον μεγάλο αγώνα του Έθνους, εμπιστεύτηκε τα Άγραφα στη Δημογεροντία, που αυτός ο ίδιος παλαιότερα συγκρότησε. Κάλεσε τους δημογέροντες στο Νεοχώρι – έδρα της δημογεροντίας – και απευθυνόμενος στον πρόεδρό της Γιαννάκη Ζωγλοπίτη, του είπε: “Τώρα, Τουρκογιάννη, θα το κάμουμε Ρωμαίικο. Εγώ φεύγω. Έχω το λόγο σας ότι δεν θα κάμετε καπάκια με τους Τούρκους; “Μπέσα για μπέσα”, αποκρίθηκε ο Γιαννάκης.
Αποχαιρέτισε για τελευταία φορά τα αγαπημένα του Άγραφα και πέταξε προς τη δόξα και την αθανασία. Αυτά συνέβησαν το Μάη τον 1824. Η χρονολογία αυτή θεωρείται ορόσημο στη στρατιωτική σταδιοδρομία του Καραϊσκάκη. Ο Μεγάλος Άνδρας έκτοτε μεταμορφώνεται σε πολέμαρχο, απόλυτα αφοσιωμένο στην υπόθεση της απελευθέρωσης της πατρίδας, σε βαθμό που οι παλαιοί συμπολεμιστές αλλά και οι αντίπαλοί του – που δεν ήταν λίγοι – να μιλούν για θαύμα.
Τις μεγάλες στρατιωτικές αρετές του έδειξε το 1826 και 1827, όταν επιτέλους η κυβέρνησε του ανέθεσε την αρχιστρατηγία των στρατευμάτων της Στερεάς Ελλάδας. Έδειξε ασυνήθιστη μεγαλοψυχία και συμφιλιώθηκε με τους πρώην εχθρούς του, απόλυτη αφοσίωση στην κυβέρνηση και κατόρθωσε να συγκροτήσει τη μεγαλύτερη στρατιά, από όσες ποτέ είχε η επανάσταση, εμπνέοντας την εμπιστοσύνη στο πρόσωπό του όλων εκείνων των αρειμάνιων και ανυπότακτων συμπολεμιστών του.
Τα αποτελέσματα της στρατηγικής του φάνηκαν στις περίλαμπρες νίκες στην Αράχοβα, στο Δίστομο, στο Κερατσίνι και αλλού. Δυστυχώς η μοίρα φθόνησε τον άνδρα και δεν του επέτρεψε να ολοκληρώσει το εθνοσωτήριο έργο του. Του έκοψε το νήμα στις 23 Απριλίου 1827 ανήμερα της ονομαστικής γιορτής του.
ΣΗΜΕΙΩΣΗ : Το κείμενο ανήκει στο συνταξιούχο εκπαιδευτικό, λαογράφο και ιστορικό ερευνητή κο Λάμπρο Γριβέλα και εκφωνήθηκε από τον ίδιο σε σχετική με το θέμα ομιλία, που οργάνωσε ο Λαογραφικός Αρχαιολογικός και Πολιτιστικός Σύλλογος Οξυάς «Το μοναστήρι της Αγίας Τριάδας», στο Μουζάκι, τον Ιανουάριο του 2008.
Επιμέλεια άρθρου : Γιώργος Δ. Καραβίδας, Πρόεδρος του Λαογραφικού, Αρχαιολογικού και Πολιτιστικού Συλλόγου Οξυάς «Το μοναστήρι της Αγίας Τριάδας».