Σύμφωνα με μαρτυρίες, που κατέγραψε ο Σύλλογός μας, το καμίνι άρχισε να λειτουργεί λίγο μετά το 1949, στον οικισμό Παλιάμπελα Οξυάς. Τότε υπήρχε στο Μεσοράχι ακόμα ένας επαγγελματίας του είδους, που ονομάζονταν Πλακιάς. Είχε και αυτός καμίνι και εξυπηρετούσε το χωριό. Σ’ αυτόν δούλευε από μικρός και ο Βασίλης Γκέκας και εκεί έμαθε πολλά για τη δουλειά. Όταν φτιάχνονταν το καμίνι, το 1947-48, ο Βασίλης δούλευε ακόμα στον Πλακιά. Τα βασικά υλικά για την λειτουργία του καμινιού (φυσερό, μέταλλα, κ.λ.π.) έφερε στο χωριό από το Βόλο ο αδελφός του Βασίλη, ο Ηλίας Γκέκας.

Το 1948 – 49, όλο το χωριό κατάφυγε στο Μουζάκι, λόγω του εμφυλίου.  Εκεί ο Βασίλης πήγαινε και μάθαινε την τέχνη του σιδερά στον Φίλιππα Πλακιά. Στο χωριό το καμίνι άρχισε να λειτουργεί μετά το 1949. Σ’ αυτό έρχονταν οι χωριανοί με κασμάδες, αλέτρια, κ.λ.π., που χρειάζονταν επισκευές. Πολλοί έφτιαχναν εκεί καινούργια τέτοια αντικείμενα.

Για να δουλέψει το καμίνι χρειάζονταν τουλάχιστο δύο άτομα. Ο ένας έπρεπε να κάνει το βοηθό, που τραβούσε πάνω – κάτω το σκοινί για να δουλεύει το φυσερό και να διατηρούνται αναμμένα τα κάρβουνα ή βοηθούσε και στη σφυρηλάτηση των αντικειμένων, όταν αυτά έβγαιναν από τα κάρβουνα, σύμφωνα πάντα με τις κατευθύνσεις που έδινε ο «οδηγός», ο τεχνίτης δηλαδή. Στο τέλος, βουτάγανε το αντικείμενο στο νερό. Στην αρχή αυτό γίνονταν σιγά – σιγά, ώστε να είναι δυνατό να του δώσουν τη μορφή που ήθελαν και παράλληλα αυτό να αποκτά και αντοχή. Κατόπιν το βουτάγανε και ολόκληρο, οπότε τελείωνε και η σχετική διαδικασία.

Τα κάρβουνα τα φτιάχνανε μόνοι τους. Καίγανε σε μεγάλους σωρούς απλά ξύλα καστανιάς ή κέδρου, που τα μαζεύανε από το δάσος, μέχρι να γίνουν κάρβουνα.  Κατόπιν ρίχνανε στα κάρβουνα χώμα και τα σκορπίζανε στο έδαφος. Μετά από λίγο αυτά κρύωναν και τότε ήταν έτοιμα για το καμίνι.

Ο Βασίλης Γκέκας δεν είχε μάθει γράμματα. Του άρεσε, όμως, η δουλειά του και ήταν καλός τεχνίτης. Πετύχαινε ότι του ζητούσες. Στο  καμίνι έρχονταν πελάτες απ’ όλο το χωριό. Ήταν μεγάλο χωριό η Οξυά τότε. Δεκαέξι μαχαλάδες. Ο Βασίλης είχε το καμίνι ως κύρια επαγγελματική ενασχόληση, όταν όμως δεν είχε πολύ δουλειά έκανε και τον αγωγιάτη, όπως όλη η Οξυά.

Τα απαραίτητα για την εργασία του υλικά ο Βασίλης Γκέκας τα προμηθεύονταν από το Μουζάκι. Από τα πιο σημαντικά υλικά για να λειτουργήσει το καμίνι ήταν το «τσιλίκι». Ένα πολύ σκληρό μέταλλο που το χρησιμοποιούσαν για να μη στομώνουν τα αντικείμενα Ο κόσμος εξυπηρετούνταν με το καμίνι πάρα πολύ. Αρκετοί απ’  αυτούς που έρχονταν ως πελάτες έκαναν και τους βοηθούς.

Το καμίνι δούλεψε μέχρι και τις αρχές της δεκαετίας του 1970, οπότε και σταμάτησε να λειτουργεί. Τότε ο κόσμος άρχισε να φεύγει για τις πόλεις και έτσι η δουλειά άρχισε να σπάει. Πολλοί πήγαν στο Μαυρομάτι, στην Αγχίαλο, στην Αθήνα, τη Θεσσαλονίκη, κ.λ.π..

Τα αντικείμενα του καμινιού μεταφέρθηκαν στα γραφεία του Συλλόγου στις 7 Δεκεμβρίου 2008, μετά από σύμφωνη γνώμη των οικείων του Βασίλη Γκέκα, από το τότε Διοικητικό Συμβούλιο του Συλλόγου, αποτελούμενο από τους  Γεώργιο Δ. Καραβίδα (πρόεδρο), Στέφανο Ν. Παπαρίζο (αντιπρόεδρο), Τερψιθέα Ε. Χουρδάκη (Γραμματέα), Νικόλαο Η. Σερίφη (Ταμία) και Θωμά Χ. Ζαρνακούπη, Ευάγγελο Λ. Κουτσικουρή, Δημήτριο Α. Τρυφέρη, ως μέλη.

Τα αντικείμενα του καμινιού εξακολουθούν να ανήκουν στους οικείους του Βασίλη Γκέκα. Σκοπός της μεταφοράς τους στο χώρο αυτό ήταν η με ευθύνη του Συλλόγου προστασία τους από τους κινδύνους που διέτρεχαν από την εγκατάλειψή τους, με ταυτόχρονη έκθεσή τους σε όσους συγχωριανούς επιθυμούν να ενημερωθούν για το καμίνι και τη λειτουργία του. Απώτερος στόχος η επαναφορά τους στο φυσικό τους χώρο, όταν οι συνθήκες το επιτρέψουν.

ΣΗΜΕΙΩΣΗ : Τα στοιχεία για την ίδρυση και τη λειτουργία του καμινιού αφηγήθηκε ο Ηλίας Ν. Γκέκας, αδελφός του Βασίλη.

Επιμέλεια  άρθρου : Γιώργος Δ. Καραβίδας, Πρόεδρος του Λαογραφικού, Αρχαιολογικού και Πολιτιστικού Συλλόγου  Οξυάς «Το μοναστήρι της Αγίας Τριάδας».