Το έθιμο των «Σίγνα»:
Γενικά για τα Σίγνα
Συνίστατο στην περιφορά από τους πιστούς όλων των ιερών εικόνων του Ναού κατά μήκος της περιφέρειας αυτού, με τη συνοδεία του ιερέα, ψέλνοντας αναστάσιμους και άλλους εκκλησιαστικούς ύμνους αλλά και στο «ύψωμα» διάφορων, κυρίως αιωνόβιων δένδρων (τρύπημα του κορμού, γέμισμα με αντίδωρο και σφράγισμα με κερί).
Για τα «υψωμένα» αυτά δένδρα, τα οποία δεν πείραζε πλέον κανείς, οι παλαιότεροι κάτοικοι του χωριού πίστευαν ότι τους προστάτευαν από τα κακά πνεύματα. Αποτελούσαν γι’ αυτούς πραγματικό καταφύγιο και παρηγοριά, όταν, λόγω των επαγγελματικών τους ασχολιών, ήταν αναγκασμένοι να παραμένουν ολόκληρη την ημέρα στην ύπαιθρο, μακριά από τα σπίτια τους, βόσκοντας τα ζωντανά τους ή καλλιεργώντας τα χωράφια τους και σε δύσκολες στιγμές (κούραση, άσχημες καιρικές συνθήκες, κ.λ.π.) κατέφευγαν κάτω από τα «υψωμένα» αυτά δένδρα, γεμάτοι πίστη ότι εκεί δεν κινδύνευαν από τίποτα. Με το έθιμο αυτό έκλεινε και ο τριήμερος εορτασμός του Πάσχα με χορό που στήνονταν στον περίβολο του Ιερού Ναού.
Προέλευση της ονομασίας «Τα Σίγνα» χαρακτήρας του εθίμου
Η λέξη σίγνα (τα) είναι λατινικής προέλευσης (SIGNUMI) και σημαίνει κυρίως σημείο, σφράγισμα, σήμαντρο, σημαία, εικόνα. Υπάρχει και στο ρήμα SIGNO που σημαίνει σημειώνω, σημαίνω, σφραγίζω (βλέπε λατινοελληνικό Λεξικό Κουμανούδη, σελίδα 805).
Στους βυζαντινούς χρόνους σήμαινε τη σημαία των «εξκουβιτώρων» (φρουροί που ανήκαν στο «εξκούβιτο», την εσωτερική στρατιωτική φρουρά του Παλατιού). Μπορούσσε, επίσης, να σημαίνει τον τόπο όπου τοποθετούσαν τις σημαίες στα στρατόπεδα, που χρησιμοποιούνταν και σαν αποθήκη, φυλακή κ.λπ.
Το έθιμο είναι θρησκευτικό. Αυτό φανερώνει τόσο η ονομασία του, όπως αυτή αναλύθηκε παραπάνω, όσο και το τελετουργικό του, που περιλαμβάνει τόσο τη λιτάνευση εικόνων και λαβάρων (σημαιών) όσο και το «σφράγισμα» των δέντρων που είναι πλησίον ή απέναντι των εξωκκλησίων που συναντάμε ή είναι ορατά κατά τη διαδρομή, παράδοση που έχει προφανώς την αρχή της στους βυζαντινούς χρόνους.
Προετοιμασία για τα Σίγνα
Συνηθισμένη ημέρα εορτασμού του εθίμου η Τρίτη του Πάσχα, χωρίς, όπως προαναφέρθηκε, να αποκλείεται και η Δευτέρα. Προηγείται η ενημέρωση των ενοριτών από τον ιερέα της Ενορίας για την ημέρα που «θα βγουν τα Σίγνα», θα γίνει δηλαδή η περιφορά των εικόνων. Ο ιερέας φροντίζει από την Μ. Πέμπτη (θεία Λειτουργία Μ. Βασιλείου) να κρατάει μια μερίδα «αντίδωρο» της Παναγίας, για το ύψωμα – σφράγισμα των δέντρων.
Ένας επίτροπος φροντίζει να υπάρχει τρυπάνι ή «αρίδα» για το άνοιγμα τρύπας στο δέντρο που πρόκειται να υψωθεί. Φροντίζει επίσης να υπάρχει καθαρό κερί για το βούλωμα της τρύπας έπειτα από την τοποθέτηση ψίχας του αντίδωρου εντός αυτής.
Ημέρα εορτασμού του εθίμου «Τα Σίγνα» – η Πομπή
Το πρωί τελείται η αναστάσιμος θεία Λειτουργία. Μετά το πέρας της Θ. Λειτουργίας, όλο το εκκλησίασμα περιμένει τον ιερέα στο προαύλιο της Εκκλησίας. Αφού βγει ο ιερέας και δοθεί το σύνθημα, μπαίνουν στο Ναό συνήθως τα παιδιά και παραλαμβάνουν από τους επιτρόπους του Ναού τα λάβαρα, εξαπτέρυγα και τις εικόνες. Όταν τα παιδιά δεν επαρκούν παίρνουν εικόνες και οι μεγάλοι. Αφού ανάψουν και τις αναστάσιμες λαμπάδες είναι έτοιμοι για το ξεκίνημα της μεγάλης πομπής. Σ’ αυτή συμμετέχουν όλοι, μικροί και μεγάλοι. Μπροστά τα παιδιά με τα λάβαρα, εικονίσματα και θυμιάματα, στη μέση ο ιερέας με τους ψάλτες.
Το ξεκίνημα γίνεται με την εκφώνηση του ιερέα «Δόξα τη Αγία και Ομοουσίω και ζωοποιώ και αδιαιρέτω Τριάδι.» και όλο το λαό να ψάλλει το «Χριστός Ανέστη». Συγχρόνως κωδωνοκρουσίες χαρμόσυνες στέλνουν παντού το μήνυμα της Αναστάσεως και οι ψάλτες αρχίζουν τον κανόνα του Πάσχα «Αναστάσεως ημέρα λαμπρυνθώμεν λαοί..» βοηθούμενοι και απ’ όσους εκ των συμμετεχόντων στην πομπή γνωρίζουν τους σχετικούς ύμνους.
Κατά τη διαδρομή γίνονται ορισμένες στάσεις σε «επιλεγμένες θέσεις», όπου πρόκειται να υψωθεί ένα δέντρο με θέα σε ένα εξωκκλήσι ή πλησίον αυτού. Οι στάσεις είναι τόσες, όσα και τα υψωμένα δέντρα. Σε κάθε στάση διαβάζεται Ευαγγέλιο που είναι του Αγίου που φέρνει το εκκλησάκι που συναντάμε ή αντικρίζουμε από το αντίστοιχο σημείο και ψάλλεται το απολυτίκιο του Αγίου που τιμάται στο ίδιο εκκλησάκι. Ακολουθεί και δέηση υπέρ των ζώντων. Την ώρα της δεήσεως ο επίτροπος ή και κάποιος άλλος ανοίγει με το τρυπάνι τρύπα στο προκαθορισμένο δέντρο για ύψωμα, τοποθετεί μια ψίχα (ψίχουλο) από την μερίδα της Παναγίας, φυλαγμένη, όπως προαναφέραμε, από την Μ. Πέμπτη και κλείνει (βουλώνει) την τρύπα με καθαρό κερί, δηλαδή σφραγίζεται καλά να μην περνάει υγρασία. Το δέντρο αυτό είναι, πλέον, «υψωμένο» και θεωρείται αγιασμένο, ιερό. Προστατεύεται από τους ανθρώπους, που δεν κόβουν τα κλαδιά του και πολύ περισσότερο το ίδιο. Οι άνθρωποι της υπαίθρου θεωρούσαν τα δέντρα αυτά προστάτες. Πίστευαν ότι προστάτευαν τους τσοπάνηδες και τους γεωργούς από τις καταιγίδες, τους κεραυνούς και από τα κακά πνεύματα – δαιμονικά, «αερικά», καλότυχες κ.α.
Αφού τελειώσουν όλες οι προκαθορισμένες στάσεις, τελειώνει και η όλη πορεία της πομπής, διαγράφοντας ένα κύκλο μεγάλο με κέντρο το Ναό που ξεκίνησε και καταλήγοντας στο προαύλιο του ίδιου Ναού, όπου συναντά ενθουσιώδη υποδοχή με κωδωνοκρουσίες και ψαλμούς, στους οποίους κυριαρχεί το «Χριστός Ανέστη». Στο προαύλιο διαβάζεται αγιασμός, όλοι οι πιστοί περνούν και αγιάζονται από τον ιερέα και κατόπιν ένας – ένας ασπάζονται όλες τις εικόνες που κρατούν. Αφού αγιασθούν όλοι, γίνεται η απόλυση από τον ιερέα, ακολουθούν ευχές και οι κρατούντες τις εικόνες εισέρχονται στο Ναό, όπου, βοηθούμενοι, από τους επιτρόπους τις τοποθετούν στις θέσεις τους, κάνοντας το σταυρό τους και λέγοντας «βοήθειά μας» και «του χρόνου».