Τα παπούτσια που φορούσαν στα ορεινά χωριά τη δεκαετία 1940-1950, ήταν τα σκαρπίνια, τα τσαρούχια με φούντα,  τα προκιαστά, αυτά από καουτσούκ και τα γουρουνοτσάρουχα.

Τα σκαρπίνια ήταν ίδια με τα σημερινά αλλά ήταν ακριβά και δεν είχε ο κόσμος χρήματα για να τα αγοράσει. Αυτά τα παπούτσια ήταν χειροποίητα. Στο Μουζάκι δεν υπήρχαν πολλοί τσαγκάρηδες που φτιάχνανε παπούτσια και επειδή τα χωριά ήταν πολλά και οι παραγγελίες πολλές, κάνανε  δέκα με δεκαπέντε ημέρες να τα φτιάξουν. Αυτά τα παπούτσια όσοι τα αγόραζαν τα είχαν για καλά, δηλαδή για τις επίσημες ημέρες όπως το Πάσχα και τα Χριστούγεννα, τους γάμους, τα πανηγύρια και άλλα.

Τα τσαρούχια με φούντα τα φορούσαν και πάλι λίγοι κάτοικοι. Συνήθως τα φορούσαν οι τσελιγκάδες και κάπου κάπου και κανένας τσοπάνης. Γινόντουσαν κατόπιν παραγγελίας και ήταν εξολοκλήρου από δέρμα. Είχαν διπλό βάρδουλο και διπλή σόλα για να κρατάνε τις πρόκες. Και αυτά τα φορούσαν στις γιορτινές ημέρες και ήταν πανέμορφα, αλλά ήταν βαριά διότι είχαν πρόκες από κάτω. Με τα σημερινά τσαρούχια δεν διέφεραν πολύ. Ήταν ίδια σαν αυτά που φοράνε οι τσολιάδες. Διέφεραν μόνο στην πρόκα.

Τα προκιαστά παπούτσια, όπως τα λέγαμε, ήταν και αυτά εξ ολόκληρου από δέρμα με διπλό βάρδουλο και διπλή σόλα για να κρατάνε τις πρόκες. Διέφεραν από τα τσαρούχια με τη φούντα στη μύτη. Αυτά είχαν τη μύτη προς τα κάτω και ήταν στρογγυλά, ενώ τα τσαρούχια είχαν τη μύτη προς τα επάνω. Ήταν λεπτή και από πάνω βάζανε τη φούντα. Τα προκιαστά παπούτσια τα φορούσαν πολλοί κάτοικοι των ορεινών χωριών και πιο πολύ οι τσοπάνηδες για να περπατάνε στα βουνά, διότι ήταν αντοχής. Επίσης τα φορούσαν και οι γυναίκες.

Τα παπούτσια από καουτσούκ ήταν εξ ολοκλήρου από λάστιχο και ήταν εισαγωγής  από χώρες που παρήγαγαν το καουτσούκ. Κυκλοφορούσαν σε τρεις κατηγορίες : Α) Μπότες, οι οποίες κυκλοφορούν και σήμερα. Τις χρησιμοποιούν αγρότες, οικοδόμοι, ψαράδες, κυνηγοί και άλλοι. Β) Αλυσίδα και γ) καμπάνα ήταν τα καουτσούκ που είχαν  ευρεία κατανάλωση, και τούτο διότι τα φορούσε το σύνολο των ορεινών χωριών. Αμα έπιαναν οι ζέστες δεν φοριόντουσαν καθόλου, κι ας αφήσουμε ότι καίγανε και είχαν μυρωδιά.

Τα γουρουνοτσάρουχα. Ήταν παπούτσια εποχιακά. Τα φορούσαν μόνο τους χειμερινούς μήνες και πιο πολύ όταν είχε χιόνι. Ας δούμε πως γίνονταν:  Εκείνα τα χρόνια όπως οι πιο παλαιοί γνωρίζουν τα γουρούνια τα σφάζανε τις γιορτές των Χριστουγέννων. Αφού τα γδέρνανε, τα απλώνανε επάνω σε τάβλες, και τα τεντώνανε να μην έχουν ζάρες. Όταν έκρινε ο κάθε νοικοκύρης ότι το δέρμα είναι έτοιμο για τσαρούχια, το έπαιρνε κα το έβαζε στο πάτωμα για να το κόψει σε λωρίδες (φασκές). Να σημειωθεί ότι για να γίνει ένα γουρουνοτσάρουχο χρειάζονται α) μια λωρίδα  25 με 30 πόντους μήκος και β) 17 με 18 πόντους  φάρδος (πλάτος) ανάλογα και για ποιόν ήταν. Βάζανε το τομάρι στο πάτωμα παίρνανε μια πήχυ ή μια τάβλα ίσια, μετρούσανε τους 17 ή 18 πόντους  πλάτος. Το χαράζανε και με ένα κοφτερό μαχαίρι το κόβανε από τη μια άκρη στην άλλη. Το μήκος της λωρίδας ήταν ανάλογα με το γουρούνι, αν ήταν μεγάλο έβγαζε μακριά λωρίδα αν ήταν μικρό έβγαζε μικρή. Από μια λωρίδα μπορούσαν να βγάλουν δύο ζευγάρια γουρουνοτσάρουχα. Αφού τα κόβανε το βάζανε σε έναν κουβά ή σε μια σκάφη με νερό όλη τη νύχτα να μαλακώσουν. Αφού πρώτα τα είχαν κόψει στο μέγεθος που αναφέραμε πιο πάνω, το κάθε τσαρούχι το ξυρίζανε γύρω γύρω για να μπορούν να κάνουν τις τρύπες. Από κάτω αφήνανε τις τρίχες, για να μην γλιστράνε στο χιόνι. Διπλώνανε το τσαρούχι στη μέση και κόβανε τη μύτη από μπροστά λοξά. Το δε πίσω μέρος δηλαδή τη φτέρνα την κόβανε στρογγυλά, για να εφαρμόζει στο πόδι μετά το ράψιμο. Λωρίδες βγάζουνε και μικρές για το ράψιμο του τσαρουχιού οι οποίες ήταν σαν τα σημερινά δερμάτινα κορδόνια. Αρχίζανε το ράψιμο από μπροστά δηλαδή από τη μύτη και μάλιστα τη μύτη τη ράβανε διπλά για να κρατάει. Μετά αρχίζανε το ράψιμο γύρω – γύρω σουρώνοντας για να πάρει το τσαρούχι τη φόρμα του. Όταν τελειώνανε το ράψιμο βάζανε και δυο λωρίδες για να δένουν το τσαρούχι.

Κώστας Ν. Γκέκας